- προστάτης
- Αδενομυϊκό όργανο που ανήκει στο γεννητικό σύστημα του άνδρα· έχει σχήμα και διαστάσεις κάστανου, βρίσκετα κάτω από την ουροδόχο κύστη και περιβάλλει το αρχικό τμήμα της ουρήθρας. Οι αδένες του π. εκκρίνουν ένα γαλακτώδες υγρό, που έχει την ιδιότητα να διεγείρει την κινητικότητα των σπερματοζωαρίων. Ο π. φτάνει στην πλήρη ανάπτυξή του γύρω στην ηλικία των 20 ετών. Στην κλιμακτηριακή ηλικία αυξάνεται ο όγκος του π. (υπερτροφία του π.) και προκαλεί τη στένωση του αυλού της ουρήθρας, που έχει ως αποτέλεσμα την παρεμπόδιση της ούρησης· η ουροδόχος κύστη, για να υπερπηδήσει το εμπόδιο, συσπάται με μεγαλύτερη δύναμη, αλλά με την πάροδο του χρόνου η κύστη δεν κατορθώνει να αδειάζει εντελώς από τα ούρα· έτσι τα ούρα λιμνάζουν στην κύστη σε όλο και μεγαλύτερη ποσότητα. Η κατάσταση αυτή ευνοεί τη δημιουργία λοιμώξεων, οι οποίες μπορεί να επεκταθούν μέχρι τους νεφρούς και να γίνουν αιτία παρεμπόδισης παραγωγής ούρων, με αποτέλεσμα την κατακράτηση αζωτούχων ουσιών που πρέπει να αποβάλλονται. Η υπερτροφία του π. μπορεί να αντιμετωπιστεί με συντηρητική θεραπευτική αγωγή, αλλά συχνά είναι απαραίτητη η χειρουργική αφαίρεση του αδένα. Ο π. υπόκειται και σε φλεγμονώδεις διεργασίες, που ονομάζονται προστατίτιδες και σπανιότερα σε νεοπλασίες, όπως το καρκίνωμα του π., που αντιδρά θετικά στην ορμονοθεραπεία.
Δομή του προστάτη.
* * *ο, θηλ. τ. προστάτρια ΝΜΑ, και προστάτισσα Ν Μ, και προστάτιδα Ν, και προστάτις, -ιδος, Α [προΐσταμαι]1. αυτός που παρέχει προστασία, φύλακας («προστάτης τής πόλης μας»)2. υπερασπιστής, προασπιστής («προστάτης τών ανθρώπινων δικαιωμάτων»)3. κηδεμόνας, αρωγός («προστάτης τών γραμμάτων και τών τεχνών»)4. (στην αρχαία Αθήνα) πολίτης που αντιπροσώπευε ενώπιον τών διοικητικών και δικαστικών αρχών έναν μέτοικο ή απελεύθερο5. ανατ. αδένας τού ανδρικού γεννητικού συστήματος με σχήμα καστάνου, ο οποίος βρίσκεται αμέσως κάτω από την ουροδόχο κύστη και προσθέτει ένα έκκριμα στα σπερματοζωάρια, το προστατικό υγρό, κατά την εκσπερμάτισηαρχ.1. αυτός που στέκεται στην πρώτη γραμμή2. αρχηγός, ιδίως πολιτικής μερίδας («οἱ δὲ τοῡ δήμου προστάται πείθουσιν αὐτόν», Θουκ.)3. (γενικά) κυβερνήτης, προϊστάμενος («προστάτης χώρας», Ευρ.)4. αυτός που είναι πρώτος σε κάτι, που έχει τα πρωτεία σε κάτι («καὶ προστάται τοῡ ἐμπορίου αὗται αἱ πόλιες εἰσὶ αἱ παρέχουσαι», Ηρόδ.)5. πρωτεργάτης («προστάτης τοῡ πολέμου», Ξεν.)6. επιστάτης, επιμελητής («προστάτης καὶ ἐπιμελητής [τῆς παιδείας]», Πλάτ.)7. πρόεδρος («προστάτης συνεδρίου», επιγρ.)8. (ως επίθ. θεοτήτων) προστατήριος*9. στον πληθ. oἱ προστάταιοι πρυτάνεις, οι πρόεδροι10. φρ. α) «προστάτης τῶν Ἑλλήνων [ή τῆς Ἑλλάδος]» — αυτός που έχει την ηγεμονία τής Ελλάδαςβ) «ἐπὶ προστάτου οἰκεῑν» — το να είναι κανείς υπό την κηδεμονία προστάτηγ) «προστάτην ἐπιγράφειν τινά» και «προστάτην ἐπιγράφεσθαι» — εκλέγω κάποιον ως προστάτη («αὐτῷ πονηρὸν προστάτην ἐπεγράψατο», Αριστοφ.)δ) «γράφεσθαι προστάτου»i) γράφω το όνομά μου κοντά στο όνομα ενός προστάτηii) (κατ' επέκτ.) προσκολλώμαι σε προστάτη («Κρέοντος προστάτου γεγράψομαι», Σοφ.)ε) «θεοῡ προστάτης» — αυτός που στέκεται μπροστά σε θεό για να τόν ικετεύσει, ικέτης.
Dictionary of Greek. 2013.